-
1 цепной
цепной 1επ.1. της αλυσίδας•-ое звено κρίκος αλυσίδας.
2. αλυσιδωτός, με αλυσίδα•-ая передача μετάδοση κίνησης με σ.λναίδα..
3. αλυσόδετος•-ая собака αλυσοδεμένο σκυλί.
4. αλυσοειδής.εκφρ.- ая реакция – αλυσωτή αντίδραση ή σχασμός•- ое правило – η μέθοδος των τριών.цепной 2επ.του δάρτη, του δαρτιού. -
2 цепной
цепн||ойприл1. ἀλυσιδωτός, μέ ἀλυσίδες:\цепной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα· \цепнойая передача тех. ἡ μετάδοση κίνησης μέ ἀλυσίδα·2. (привязанный на цепь) δεμένος:\цепнойая собака τό μαντρόσκυλο· ◊ \цепнойая реакция физ.\ хим. ἡ ἀλυσοειδής ἀντίδραση· \цепнойо́е правило мат ἡ μέθοδος τῶν τριών. -
3 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
4 строп
ο αορτήραςο αναρτήραςτο σαμπάνιη αρτάνηцепной - мор. η αρτάνη με αλυσίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строп
-
5 привод
приводм1. юр. τό ἐνταλμα βιαίας προσαγωγής·2. тех. (передача) συσκευή μετάδοσης, μεταβιβάσεως:ременный \привод ἡ ἰμαντοκίνητος συσκευή· цепной \привод ἡ μετάδοση κίνησης με ἀλυσίδα· ко́нный \привод τό μαγγάνι. -
6 привод
привод 1-а α.1. προσαγωγή•привод подсудимых προσαγωγή των κατηγορούμενων.
2. δικαστικό ένταλμα βιαίας προσαγωγής. || σύλληψη• κλείσιμο στο κρατητήριο.привод 2-а α.(τεχ.) μηχανισμός εκκίνησης•электрический привод ηλεκτρικός μηχανισμός εκκίνησης•
ручной привод χειροκίνητη συσκευή εκκίνησης•
ремнный привод κίνηση με λωρί•
зубчатый привод οδοντωτική κίνηση•
цепной привод αλυσιδωτή κίνηση (με αλυσίδα)•
конный привод το μάγγανο.